- κεντρόσφαιρα
- η барисфера
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κεντρόσφαιρα — I (Βιολ.). Η κυτταροπλασματική μάζα που περικλείει τα κεντριόλια ενός κεντροσώματος. Το τελευταίο διπλασιάζεται κατά τη μίτωση και τα δύο τμήματά του μετακινούνται στους δύο αντίθετους πόλους του διαιρούμενου κυττάρου. Γύρω από την κ.… … Dictionary of Greek
μίτωση — Το σύνολο των μεταβολών του πυρήνα και του κυτταροπλάσματος, που προηγούνται και συνοδεύουν τη διαίρεση του κυττάρου· συνώνυμος, και πολύ χρησιμοποιούμενος, είναι ο όρος καρυοκινησία. Το πρώτο μορφολογικό συμβάν, που παρατηρείται στον πυρήνα του… … Dictionary of Greek
πυρόσφαιρα — η (γεωλ.), ο εσωτερικός διάπυρος πυρήνας της Γης, αλλ. κεντρόσφαιρα ή βαρύσφαιρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)